σλέπι

σλέπι
το
(λ. ρουμ.), φορτηγό ποταμόπλοιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σλέπι — και σλεπ και σελέπ, το, Ν φορτηγό ποταμόπλοιο ρουμανικής προέλευσης, χωρίς τρόπιδα και με αβαθή και πλατιά ύφαλα, που κινείται είτε με δικό του κινητήρα είτε ρυμουλκούμενο και χρησιμοποιείται κυρίως στον Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. slep <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”